- χρυσαμοιβός
- χρῡσαμοιβός , χρυσαμοιβόςhe who traffics inmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσαμοιβός — όν, Α 1. αυτός που ανταλλάσσει χρυσά νομίσματα 2. μτφ. (για τον Αρη) αυτός που λυτρώνει τα σώματα τών νεκρών ή τών αιχμαλώτων με το ξίφος του ή, κατ άλλους, αυτός που αποδίδει τους νεκρούς έναντι χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀμοιβός (<… … Dictionary of Greek
αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… … Dictionary of Greek
χρυσαμοιβοῦ — χρῡσαμοιβοῦ , χρυσαμοιβός he who traffics in masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)